- δηχθέντα
- δάκνωbiteaor part pass neut nom/voc/acc plδάκνωbiteaor part pass masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λυσσώ — (AM λυσσῶ, άω, Α και λυσσῶ, όω, αττ. τ. λυττῶ) [λύσσα] (λυσσῶ, άω) 1. πάσχω ή προσβάλλομαι από λύσσα, λυσσάζω («λυττῶσιν ἅπαντα τὰ δηχθέντα», Αριστοτ.) 2. είμαι γεμάτος μανία και οργή, μαίνομαι νεοελλ. εκδηλώνομαι με σφοδρότητα αρχ. (λυσσῶ, άω… … Dictionary of Greek